δίφροντις

Revision as of 17:45, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ιδος, ὁ, ἡ,    A divided in mind, doubting, A.Ch.196.

German (Pape)

[Seite 645] ιδος, von doppelter Sorge gequält, zweifelhaft, Aesch. Ch. 194.

Greek (Liddell-Scott)

δίφροντις: -ιδος, ὁ, ἡ, διῃρημένος τὴν γνώμην, δίγνωμος, ἀμφιβάλλων, Αἰσχύλ. Χο. 196. διχομηνίαν ἦγεν Πλούτ. Δίωνι 23· καὶ διχομηνιαία (ἐνν. ἡμέρα), τὸ Λατ. Idus, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ, ἡ)
partagé entre deux préoccupations, irrésolu.
Étymologie: δίς, φρόντις.

Spanish (DGE)

-ιδος, ὁ
que tiene dobles pensamientos, que duda A.Ch.196.

Greek Monolingual

δίφροντις, ο (Α)
δίγνωμος, αμφίγνωμος.

Greek Monotonic

δίφροντις: -ιδος, ὁ, ἡ, αυτός που διχάζεται στη σκέψη, δίγνωμος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δίφροντις: ιδος adj. обуреваемый сомнениями, охваченный тревогой Aesch.

Middle Liddell

δί-φροντις, ιδος n
divided in mind, distraught, Aesch.

English (Woodhouse)

doubtful, hesitating, undecided, wavering