Μικρασιάτης
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
Greek Monolingual
ο, θηλ. -ισσα
αυτός που κατοικεί στη Μικρά Ασία ή που κατάγεται από τη Μικρά Ασία, ιδίως αυτός που κατέφυγε ως πρόσφυγας στην Ελλάδα μετά τη μικρασιατική καταστροφή του 1922.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μικρά Ασία. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Χαρ. Άννινο].