Παλλαντιάς

From LSJ
Revision as of 01:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source

Greek (Liddell-Scott)

Παλλαντιάς: ἡ, = Παλλάς, Ἀνθ. Παλ. 6, 247, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 24.

Greek Monolingual

Παλλαντιάς, ἡ (Α)
φρ. «Παλλαντιάς κόρη» — η Παλλάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλλας, -αντος + κατάλ. -ιάς (πρβλ. Παιων-ιάς)].

Russian (Dvoretsky)

Παλλαντιάς: άδος ἡ дочь Палланта Anth.