Παλλαντιάς
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
κόρη, = Παλλάς, AP 6.247 (Phil.).
Russian (Dvoretsky)
Παλλαντιάς: άδος ἡ дочь Палланта Anth.
Greek (Liddell-Scott)
Παλλαντιάς: ἡ, = Παλλάς, Ἀνθ. Παλ. 6, 247, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 24.
Greek Monolingual
Παλλαντιάς, ἡ (Α)
φρ. «Παλλαντιάς κόρη» — η Παλλάδα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < πάλλας, -αντος + κατάλ. -ιάς (πρβλ. Παιωνιάς)].