Πασικράτεια

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source

Greek (Liddell-Scott)

Πασικράτεια: ἡ, ἡ κυρία πάντων, ὄνομα τῆς Περσεφόνης ἐν Σελινοῦντι, Ἐπιγραφ. παρὰ Hicks 25, 5.

Greek Monolingual

και Πασικράτη, η, δωρ. τ. Πασικράτα, Α
(για την Περσεφόνη) η βασίλισσα του σύμπαντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι του πᾶς + -κράτεια (< κρατής < κρατῶ)].