Πασικράτεια
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
ἡ, universal queen, a goddess of the underworld, IG 14.268 (Selinus), PMagPar. 1.2774; — also Πασικράτη, Doric Πασικράτα, Ἀρχ. Ἐφ. 1910.397 (Ambracia).
Greek (Liddell-Scott)
Πασικράτεια: ἡ, ἡ κυρία πάντων, ὄνομα τῆς Περσεφόνης ἐν Σελινοῦντι, Ἐπιγραφ. παρὰ Hicks 25, 5.
Greek Monolingual
και Πασικράτη, η, δωρ. τ. Πασικράτα, Α
(για την Περσεφόνη) η βασίλισσα του σύμπαντος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < δοτ. πληθ. πᾶσι του πᾶς + -κράτεια (< κρατής < κρατῶ)].