Φλειάσιος
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
French (Bailly abrégé)
α, ον :
mieux que Φλιάσιος;
de Phliunte ; ἡ Φλιασία le territoire de Phliunte.
Étymologie: Φλειοῦς.
Greek Monolingual
και Φλιάσιος και ιων. τ. Φλειήσιος, ὁ, Α
Φλειοῡς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φλειοῦς + κατάλ. -άσιος / -ήσιος (πρβλ. θρι-άσιος, Ἰθακ-ήσιος)].
Russian (Dvoretsky)
Φλειάσιος: v. l. = Φλιάσιος I и II.