άερκτος
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
ἄερκτος, -ον (Α)
άφραχτος, ανοιχτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + εἴργω (= εγκλείω, αποκλείω, εμποδίζω, κωλύω)].