διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
ἄερκτος, -ον (Α)άφραχτος, ανοιχτός.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + εἴργω (= εγκλείω, αποκλείω, εμποδίζω, κωλύω)].