άληστος

From LSJ
Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

Greek Monolingual

ἄληστος, -ον)
1. αυτός που δεν μπορεί να λησμονηθεί, αλησμόνητος, αξέχαστος
«ο αλήστου μνήμης...», ο αλησμόνητος
2. αυτός που δεν λησμονά, δεν ξεχνάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + λήθω -ομαι παράλληλος τ. του ρημ. λανθάνω -ομαι. Βλ. και ἄλαστος.