Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
ἀγάστονος, -ον (Α)
1. (για τον παφλασμό των κυμάτων) αυτός που ηχεί πολύ δυνατά, παταγώδης
2. μτφ. αυτός που θρηνεί μεγαλόφωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγα- + στόνος < στένω.