αγκαζάρω

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die

Source

Greek Monolingual

1. δεσμεύω κάποιον με πρόσκληση, την οποία αποδέχτηκε, ή αποσπώντας εκ τών προτέρων την υπόσχεση του
2. αποκτώ δικαιώματα προτεραιότητας
3. προαγοράζω, καπαρώνω, εξασφαλίζω για τον εαυτό μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. engage (= δεσμευμένος) + παραγ. κατάλ. -άρω.
ΠΑΡ. αγκαζάρισμα].