Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
ο
1. αυτός που το πουγγί του δεν έχει χρήματα, φτωχός, θεόφτωχος
2. αυτός που ξοδεύει, που σπαταλά τα χρήματά του, ο άσωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άδειος + πουγγί].