αδελφόθεος
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
Greek Monolingual
ο (Μ ἀδελφόθεος) (Ν και αδερφόθεος)
1. αδελφός του Θεού
προσωνυμία κυρίως του αποστόλου Ιακώβου («αδελφού του Κυρίου»)
2. αδελφός «εν Θεώ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφός + Θεός.
ΠΑΡ. μσν. ἀδελφοθεΐα].