Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
-η, -οαυτός που μιλά γλυκά, ευχάριστα, γλυκόλαλος, καλλίφωνος.[ΕΤΥΜΟΛ. αηδόνι + στόμα.