αισθητοποιώ
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
Greek Monolingual
κάνω κάτι αισθητό, τόσο σαφές ώστε να νομίζει κανείς ότι το βλέπει μπροστά του, αποσαφηνίζω, ζωντανεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αισθητός + ποιώ.
ΠΑΡ. αισθητοποίηση].