ζωντανεύω

From LSJ

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431

Greek Monolingual

ζωντανός
1. επαναφέρω κάποιον στη ζωή, τον αναζωογονώ, τον ξαναζωντανεύω
2. μτφ. περιγράφω ή απεικονίζω κάτι με τόση παραστατικότητα, ώστε ο ακροατής, ο αναγνώστης ή ο θεατής να νομίζει ότι το βλέπει πράγματι να εξελίσσεται μπροστά του
3. επανέρχομαι στη ζωή, ξαναζωντανεύω, αναζωογονούμαι, τονώνομαι.