αισθητός
From LSJ
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α αἰσθητός, -ή, -όν και -ός, -όν)
ο αντιληπτός διά μέσου τών αισθήσεων (αντίθετα προς το νοητός)
νεοελλ.
1. ικανός, σημαντικός, μεγάλος
2. αξιοπρόσεκτος, ευδιάκριτος, φανερός, σαφής
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ αἰσθητόν
αυτό που υποπίπτει στις αισθήσεις, το αντικείμενο τών αισθήσεων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰσθάνομαι.
ΠΑΡ. αἰσθητικός
νεοελλ.
αισθητότητα].