αιμάτωμα

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164

Greek Monolingual

το Ιατρ.
συλλογή αίματος σε κοιλότητα ή ιστό του σώματος ως αποτέλεσμα αιμορραγίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. (αι)μάτωμα παράγεται από το ρ. (αι)ματώνω. Ο επιστημον. όρος αιμάτωμα προέρχεται από το haematoma, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < ρ. αἱματῶ (-όω)].