γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
-ατος, το ματώνω1. ροή αίματος2. μαζεμένο στους ιστούς αίμα που προέρχεται από ρήξη αγγείου («μάτωμα πληγής»).