μάτωμα

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

Greek Monolingual

-ατος, το ματώνω
1. ροή αίματος
2. μαζεμένο στους ιστούς αίμα που προέρχεται από ρήξη αγγείου («μάτωμα πληγής»).