ματώνω
From LSJ
(Μ ματώνω)
1. χάνω αίμα, αιμορραγώ («τα σωθικά ματώσασι και αίμα πολύν εφτύσα», Ερωτόκρ.)
2. προκαλώ ροή αίματος, τραυματίζω
3. φρ. «μού ματώνει την καρδιά» — μέ πληγώνει ψυχικά, μού προξενεί μεγάλη λύπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αἱματῶ < αἷμα, -ατος].