ακανθόλυση

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383

Greek Monolingual

η Ιατρ.
απώλεια της συνοχής τών κυττάρων της ακανθωτής στιβάδας της επιδερμίδας. Χαρακτηριστική για πολλές δερματοπάθειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < acanthotysis, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < άκανθα + λύσις (-η)].