ἀκεστός, -ή, -όν (Α)αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο ιάσιμος«ἀκεστὰ πράγματα» (Ιπποκρ. Αρθρ. 58), «ἀκεσταὶ φρένες ἐσθλῶν» (Όμ. Ν 115).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι.ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστικός.