ακεστός

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

ἀκεστός, -ή, -όν (Α)
αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο ιάσιμος
«ἀκεστὰ πράγματα» (Ιπποκρ. Αρθρ. 58), «ἀκεσταὶ φρένες ἐσθλῶν» (Όμ. Ν 115).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκέομαι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστικός.