αινιγματικός
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ αἰνιγματικός)
όμοιος με αίνιγμα, ασαφής, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἴνιγμα.
ΠΑΡ. νεοελλ. αινιγματικότητα].
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
-ή, -ό (Μ αἰνιγματικός)
όμοιος με αίνιγμα, ασαφής, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἴνιγμα.
ΠΑΡ. νεοελλ. αινιγματικότητα].