ακαλαίσθητος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο
1. όποιος δεν έχει καλαισθησία, δεν έχει την ικανότητα να ξεχωρίζει, να απολαμβάνει το πραγματικά ωραίο
«ακαλαίσθητος άνθρωπος»
2. όποιος έχει κατασκευαστεί χωρίς καλαισθησία, ο άκομψος, ο κακότεχνος
«ακαλαίσθητο σπίτι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + καλαίσθητος.
ΣΥΝΘ. ακαλαισθησία].