ακρατοπότης
From LSJ
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
Greek Monolingual
(I)
ἀκρατοπότης, ο (Α)
αυτός που πίνει άκρατο, ανόθευτο κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρατος + πότης.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκρατοποσία Ι, ἀκρατοποτῶ Ι].
(II)
ο (Μ ἀκρατοπότης)
αυτός που πίνει ασυγκράτητα, υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρατής + πότης.
ΠΑΡ. μσν. ἀκρατοποτῶ ΙΙ νεοελλ. ακρατοποσία ΙΙ].