ακροβατώ

Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(Α ἀκροβατῶ, -έω)
νεοελλ.
1. εκτελώ ακροβατικά γυμνάσματα, κάνω ακροβασίες
2. ασκώ το επάγγελμα του ακροβάτη
3. επιχειρώ επικίνδυνες ή επιδέξιες πράξεις
αρχ.
1. (για τις στρουθοκαμήλους και μτφ. για αλαζόνες) περπατώ στις άκρες τών ποδιών, καμαρωτά, «κορδώνομαι»
2. ανεβαίνω ψηλά, στα ύψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακροβάτης.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακροβάτημα, ακροβατισμός].