ακροκιόνιο
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
το (Α ἀκροκιόνιον)
η κορυφή του κίονος, το κιονόκρανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. ἀκρο (Ι) + κιόνιον < κίων.