ακρόλιθος

From LSJ
Revision as of 11:15, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

-ο (Α ἀκρόλιθος, -ον)
(κυρίως για αγάλματα) αυτός που τα άκρα του είναι κατασκευασμένα από πέτρα
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ακρόλιθος
ο ακρογωνιαίος λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο- (Ι) + λίθος.