μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone
ο1. αυτός που αλέθει, ο μυλωνάς2. αυτός που έρχεται στον μύλο για άλεσμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλέθω.ΠΑΡ. νεοελλ. αλεστικός].