ἀκρόχειρ (-χειρος), ο (Α)1. το μέρος του χεριού από τον καρπό και κάτω2. ο «ανδροφόνος» (Ησύχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + χείρμεταγενέστερη λ. αντί του ἄκρα χείρ, πρβλ. και ἀκρόπους.