αλλόγλωσσος
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀλλόγλωσσος, -ον)
αυτός που μιλά ξένη γλώσσα, ο ξενόγλωσσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο- + -γλωσσος < αρχ. γλῶσσα.
ΠΑΡ. ἀλλογλωσσία.