ξενόγλωσσος

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που μιλά ξένη γλώσσα
2. γραμμένος σε ξένη γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -γλωσσος (< γλώσσα). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].