ξενόγλωσσος

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που μιλά ξένη γλώσσα
2. γραμμένος σε ξένη γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -γλωσσος (< γλώσσα). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].