αλωνιάρης
Greek Monolingual
ο
1. αλωνιστής
2. στον πληθ. οι αλωνιαραίοι αυτοί που χρησιμοποιούν συνεταιρικά τα άλογά τους στο αλώνισμα, αυτοί που αλωνίζουν συνεταιρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλώνι + παραγ. κατάληξη -ιάρης.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνιάρικος].
ο
1. αλωνιστής
2. στον πληθ. οι αλωνιαραίοι αυτοί που χρησιμοποιούν συνεταιρικά τα άλογά τους στο αλώνισμα, αυτοί που αλωνίζουν συνεταιρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλώνι + παραγ. κατάληξη -ιάρης.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνιάρικος].