Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
ηλυγαριά, λυγιά, λύγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- προθετ. + λυγαριά].