αμετρόφωνος

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519

Greek Monolingual

ἀμετρόφωνος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν χρησιμοποιεί με μέτρο τη φωνή του
2. άμετρος στη γλώσσα, πολυλογάς, φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμετρος + -φωνος < φωνή.