Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αμπαριάζω

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260

Greek Monolingual

1. αποθηκεύω στο αμπάρι σιτηρά, καρπούς, τρόφιμα
2. τοποθετώ τα εμπορεύματα που πρόκειται να μεταφερθούν στο κύτος του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμπάρι.
ΠΑΡ. αμπάριασμα].