αμπάριζα

From LSJ
Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source

Greek Monolingual

η
1. παιχνίδι που παίζεται από πολλά παιδιά σε ομαλό και ανοιχτό χώρο (συγκροτούν δύο ομάδες, καθεμιά με δικό της αρχηγό και δικό της ορμητήριο, και τρέχοντας προσπαθούν να αιχμαλωτίσουν τους αντίθετους παίκτες
λέγεται και σκλαβάκια)
2. ο τόπος όπου παίζεται αυτό το παιχνίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αλβαν. ambareze < ελλην. αμπάρα].