αμπάριζα

From LSJ

Greek Monolingual

η
1. παιχνίδι που παίζεται από πολλά παιδιά σε ομαλό και ανοιχτό χώρο (συγκροτούν δύο ομάδες, καθεμιά με δικό της αρχηγό και δικό της ορμητήριο, και τρέχοντας προσπαθούν να αιχμαλωτίσουν τους αντίθετους παίκτες
λέγεται και σκλαβάκια)
2. ο τόπος όπου παίζεται αυτό το παιχνίδι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πιθ. < αλβαν. ambareze < ελλην. αμπάρα].