ορμητήριο

Greek Monolingual

το (ΑΜ ὁρμητήριον και δωρ. τ. ὁρματήριον)
οχυρή θέση από την οποία εξορμά κανείς για πολεμική επιχείρηση ή για θαλάσσια επιδρομή
νεοελλ.
ναυτ. πρόσκαιρη ή μόνιμη βάση αγκυροβολίας και ανεφοδιασμού του στόλου
αρχ.
1. μέσο για διέγερση ή για ενθάρρυνση, κίνητρο
2. φωλιά άγριου θηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμῶ + επίθημα -τήριο(ν) (πρβλ. πατητήριον)].