τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
και αλογονουρά και αλογουρά, η
1. ουρά αλόγου
2. ονομασία που δίνεται σε διάφορα αγριόχορτα
3. είδος γυναικείου χτενίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + ουρά. Ο τ. αλογονουρά < άλογο + νουρά].