αμφίνοος
From LSJ
Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert
Greek Monolingual
ἀμφίνοος, -ον (Α)
πολυμήχανος, πολύτροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + νόος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφινοέω.