αμφίνοος

From LSJ

Περὶ μὲν γὰρ τῆς πρὸς τὴν φύσιν ὑποστάσεως τῶν... → Αbout the true nature of...

Source

Greek Monolingual

ἀμφίνοος, -ον (Α)
πολυμήχανος, πολύτροπος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + νόος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφινοέω.