ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
ἀμφιγενής, -ὲς (Μ)αυτός που έχει αμφίβολο ή διπλό γένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -γενὴς < γένος].