δετέον
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
A one must bind, Gp.4.12.16.
Greek (Liddell-Scott)
δετέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ δέσῃ, Γεωπ. 4, 12, 16.
Spanish (DGE)
hay que atar τὸ δὲ πρὸς τῇ τομῇ μέρος τοῦ πρέμνου δ. δεσμῷ Gp.4.12.16.