δεῖρος

From LSJ
Revision as of 18:05, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεῖρος Medium diacritics: δεῖρος Low diacritics: δείρος Capitals: ΔΕΙΡΟΣ
Transliteration A: deîros Transliteration B: deiros Transliteration C: deiros Beta Code: dei=ros

English (LSJ)

εος, τό,    A = δειρή, Euph.38 (pl.).    II = δειράς, Hsch.

Spanish (DGE)

-εος, τό
1 cuello, Γαιζῆται περὶ δείρεα χρυσοφορεῦντες Euph.65, cf. δέρη.
2 δεῖρος· λόφος. καὶ ἀνάντης τόπος Hsch., cf. δειράς. • DMic.: de-wi-jo (?).

Greek Monolingual

δεῑρος, το (Α)
1. δειρή
2. δειράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Είτε πρόκειται για παράλληλο τ. του δειράς είτε προήλθε από το σύνθ. υψί-δειρος «αυτός που έχει υψηλούς βράχους», παρασυνδεθέν με το β' συνθετικό του].