διάριον
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
English (LSJ)
τό, = Lat. A diarium, day-wage, POxy.1729 (iv A. D.), etc.
Spanish (DGE)
-ου, τό
lat. diarium, jornal, salario de un día δ. τροφῷ SB 12375.54 (II a.C.), μισθοῦ ἤτοι διαρίου PStras.40.45 (VI d.C.), cf. POxy.1729.11 (IV d.C.), PKlein.Form.87.3 (VI d.C.), Iust.Nou.123.16, Cod.Iust.12.17 proem., IG 10(2).24.11 (VII d.C.).
Greek Monolingual
διάριον, το (AM)
1. καθημερινή καταγραφή δοσοληψιών ή συμβάντων, ημερολόγιο
2. ημερήσια μερίδα τροφής μοναχών.