διαρτύω
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
English (LSJ)
A dress, prepare: metaph., πλάσις εἰς τὴν τῶν πολεμίων ἀπάτην διηρτυμένη Eun.Hist.p.248D.
Greek (Liddell-Scott)
διαρτύω: κοσμῶ, καταρτίζω, Βυζ.
Spanish (DGE)
diseñar, preparar πλάσις εἰς τὴν τῶν πολεμίων ἀπάτην διηρτυμένη Eun.Hist.48.2
•preparar, aderezar μυρεψικὸν δὲ οἶνον καλεῖ τὴν τῇ θείᾳ χάριτι διηρτυμένην διδασκαλίαν Thdt.M.81.201B, cf. 41A.