δικοδίφης

Revision as of 00:44, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

[δῑφ], ου, ὁ, A one who grubs for lawsuits, shark lawyer, Luc.Lex.9.

German (Pape)

[Seite 629] ὁ, der Processe, Händel sucht, Luc. Lex. 9.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκοδίφης: [δῑφ], -ου, ὁ, ὁ ἀναζητῶν δίκας, ἔριδας, Λουκ. Λεξιφ. 9.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui recherche les procès.
Étymologie: δίκη, διφάω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ buscapleitos Μεγαλώνυμος ὁ δ. Luc.Lex.9.

Greek Monolingual

δικοδίφης, ο (Α)
αυτός που επιζητεί δίκες, ο φιλόδικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκη + -διφης < διφώ «ζητώ, ερευνώ»].

Russian (Dvoretsky)

δῐκοδίφης: ου (ῑφ) ὁ любитель тяжб, сутяга Luc.