δικοδίφης
English (LSJ)
[δῑφ], ου, ὁ, A one who grubs for lawsuits, shark lawyer, Luc.Lex.9.
German (Pape)
[Seite 629] ὁ, der Processe, Händel sucht, Luc. Lex. 9.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκοδίφης: [δῑφ], -ου, ὁ, ὁ ἀναζητῶν δίκας, ἔριδας, Λουκ. Λεξιφ. 9.
French (Bailly abrégé)
Spanish (DGE)
-ου, ὁ buscapleitos Μεγαλώνυμος ὁ δ. Luc.Lex.9.
Greek Monolingual
δικοδίφης, ο (Α)
αυτός που επιζητεί δίκες, ο φιλόδικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκη + -διφης < διφώ «ζητώ, ερευνώ»].
Russian (Dvoretsky)
δῐκοδίφης: ου (ῑφ) ὁ любитель тяжб, сутяга Luc.